- κεφαλόδεσμος
- ο (Α κεφαλόδεσμος)κεφαλόδεμα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -δεσμός (< δεσμός < δέω (II) «δένω»), πρβλ. καρπό-δεσμος, σχοινό-δεσμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλόδεσμος — κεφαλόδεσμος, ο και κεφαλόδεμα, το, ατος μαντίλι της κεφαλής, κορδέλα: Ο κεφαλόδεσμος την ομορφαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλόδεσμος — head band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλοδέσμου — κεφαλόδεσμος head band masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλοδέσμων — κεφαλόδεσμος head band masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλοδέσμῳ — κεφαλόδεσμος head band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλόδεσμον — κεφαλόδεσμος head band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPITALE — I. CAPITALE apud Recentiores, capitis quoque census est, alias Capitalitium, Capitagium et Cavagium, h. e. census quem homines de corpore seu de capite, quotannis domino tenebantur praestare, Germ. Kopffgelt. Cuiusmodi census iu Gallia ut… … Hofmann J. Lexicon universale
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
MAVORTE — seu Mavortes, Mavortium, Mafortium, Graecis Μαφόριον, pro Μαφόρτιον. idem est quod κρήδεμνον, apud Homerum, ubi de Penelope tristi ricâ operta, Od. a. v. 334. Α῎ντα παρειάων σχομένη λιπαρά κρήδεμνα. uti ad. h. l. habet Eustathius; qui χρήδεμνον… … Hofmann J. Lexicon universale